πῦρ — fire neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek
πυρ — το γεν. πυρός, πληθ. πυρά 1. φωτιά. 2. πυροβολισμός, θολή πυροβόλου όπλου. 3. Στρατιωτικό παράγγελμα: Πυρ! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυρ' — πυρί , πῦρ fire neut dat sg πυρά , πυρά watch fires neut nom/voc/acc pl πυρά̱ , πυρή funeral pyre fem nom/voc/acc dual (ionic) πυρά̱ , πυρή funeral pyre fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) πυραί , πυρή funeral pyre fem nom/voc pl (ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πῦρ' — πυρί , πῦρ fire neut dat sg πυρά , πυρά watch fires neut nom/voc/acc pl πυρά̱ , πυρή funeral pyre fem nom/voc/acc dual (ionic) πυρά̱ , πυρή funeral pyre fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) πυραί , πυρή funeral pyre fem nom/voc pl (ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύρ' — πυρί , πῦρ fire neut dat sg πυρά , πυρά watch fires neut nom/voc/acc pl πυρά̱ , πυρή funeral pyre fem nom/voc/acc dual (ionic) πυρά̱ , πυρή funeral pyre fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) πυραί , πυρή funeral pyre fem nom/voc pl (ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πῦρ καὶ θάλασσαν... περᾶν. — πῦρ καὶ θάλασσαν... περᾶν. См. Сквозь огонь и воду … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πύρ τεχνικόν — (руr technikon) (греч.) творч. огонь. У стоиков творящая часть мировой субстанции, космич. бог. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов.… … Философская энциклопедия
Πύρ' — Πύρα , Πύρης masc voc sg Πύρα , Πύρης masc nom sg (epic) Πύραι , Πύρης masc nom/voc pl Πύρᾱͅ , Πύρης masc dat sg (attic doric aeolic) Πύρι , Πύρις masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πῦρ ὑπο τῇ σποδιῇ. — См. Под пеплом искра … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
υγρόν πυρ — Εμπρηστικό μείγμα από διάφορες ουσίες, όπως πίσσα, θειάφι, ρετσίνι, νάφθα, νίτρο, που χρησιμοποιούσαν οι Βυζαντινοί εναντίον πλοίων, πολεμικών μηχανών και στρατιωτικών συγκεντρώσεων. Οι παλαιότερες πληροφορίες ιστορικών και χρονογράφων είναι… … Dictionary of Greek